αλεπιδωτος

αλεπιδωτος
    ἀλεπίδωτος
    ἀ-λεπίδωτος
    2
    не покрытый чешуей, нечешуйчатый
    

(σελάχη Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλεπιδωτος" в других словарях:

  • αλεπίδωτος — ἀλεπίδωτος, ον (Α) ο αλέπιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λεπιδωτός < λεπιδοῦμαι. λεπίς ίδος «λέπι»] …   Dictionary of Greek

  • ἀλεπίδωτα — ἀλεπίδωτος without scales neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέπιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει λέπια, αλεπίδωτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»